Η ενδοδοντική θεραπεία ή «απονεύρωση», όπως είναι κοινώς γνωστή, αποτελεί τρόπο διατήρησης ενός δοντιού που παρουσιάζει σημεία φλεγμονής εξαιτίας τερηδόνας, τραύματος, ή κάποιας άλλης αιτιολογίας. Η αποφυγή της θεραπείας μπορεί να οδηγήσει σε πόνο, οίδημα, και τελικά σε απώλεια του δοντιού, ενώ μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς και την υγεία ανθρώπων που πάσχουν από χρόνια νοσήματα.
Η ολοκλήρωση της θεραπείας ποικίλει ανάλογα με την πολυπλοκότητα του περιστατικού. Στις περισσότερες περιπτώσεις χρειάζονται 1- 2 συνεδρίες που διαρκούν 45-60 λεπτά.
Η ενδοδοντική θεραπεία έχει υψηλό ποσοστό επιτυχίας που κυμαίνεται μεταξύ 85%-95%. Στις περιπτώσεις αποτυχίας συνήθως παρατηρείται οίδημα, αίσθημα βάρους, πρόβλημα στη μάσηση ή και στην απλή επαφή με το αντίστοιχο δόντι της άλλης γνάθου. Σε περιπτώσεις αποτυχίας, οι εναλλακτικές λύσεις που υπάρχουν είναι η προσπάθεια για επανάληψη της ενδοδοντικής θεραπείας, η χειρουργική ενδοδοντία (συνήθως η ακρορριζεκτομή), ή η εξαγωγή του δοντιού.
Ενδοδοντολόγος ονομάζεται ο οδοντίατρος που έχει ολοκληρώσει ένα πρόγραμμα μετεκπαίδευσης, συνήθως τριετούς διάρκειας. Διαθέτει εξειδικευμένη γνώση, εμπειρία και ειδικό εξοπλισμό ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει δύσκολα περιστατικά από διαγνωστική και θεραπευτική άποψη. Έχει εξοικειωθεί με τη χρήση του οδοντιατρικού μικροσκοπίου, που παρέχει μεγέθυνση και φωτισμό για την επισκόπηση και εργασία στο εσωτερικό του δοντιού.